- χρονολογούμαι
- χρονολογούμαι, χρονολογήθηκα, χρονολογημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χρονολογώ — Ν 1. καθορίζω την χρονολογία ενός γεγονότος, προσδιορίζω χρονικά 2. σημειώνω την ημερομηνία γεγονότος 3. αναγράφω σε έγγραφο το έτος και την ημερομηνία σύνταξής του 4. μέσ. χρονολογούμαι αρχίζω να υπάρχω από ορισμένη χρονική στιγμή ή τοποθετούμαι … Dictionary of Greek
χρονολογώ — χρονολόγησα, χρονολογήθηκα, χρονολογημένος 1. ορίζω τη χρονολογία ενός γεγονότος ή εγγράφου. 2. το μέσο, χρονολογούμαι σημαίνει καθορίζομαι χρονολογικά, υπάρχω από ορισμένη εποχή, αρχίζω να αριθμούμαι από ορισμένη εποχή: Αυτό χρονολογείται από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)